Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

το λικέρ

См. также в других словарях:

  • λικέρ — το άκλ. (λ. γαλλ.), αλκοολούχο ποτό με γλυκιά γεύση, ηδύποτο: Τους κέρασα σπιτικό λικέρ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λικέρ — το το ηδύποτο, είδος αλκοολούχου ποτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. liqueur < λατ. liquor «υγρό» < λατ. liquēre «διαλύω, κάνω κάτι υγρό»] …   Dictionary of Greek

  • ηδύποτο — Γλυκό αλκοολούχο ποτό που έχει αρωματιστεί με διάφορα φυσικά ή συνθετικά αρώματα. Το η. παρασκευάζεται χωρίς ζύμωση, με ανάμιξη αλκοόλης, νερού, αρωματικών υλών και ζάχαρης. Οι σπουδαιότεροι μέθοδοι παρασκευής είναι τρεις: η μέθοδος της απόσταξης …   Dictionary of Greek

  • Mastichato — Chio (Greek: Μαστιχάτο Χίου; Μαστιχά λικέρ; Ούζο Μαστίχας) also known as Chios Masticha, ( mastika, mastichat, mastikha, mastiha ) and Masticha Ouzo is a Greek smooth mastic flavored liqueur made out of resin, the Greek brandy based liqueur is… …   Wikipedia

  • Ксантулис, Яннис — Яннис Ксантулис греч. Γιάννης Ξανθούλης Дата рождения: 1947 год(1947) Место рождения …   Википедия

  • τσέρι — το, Ν άκλ. λικέρ από κεράσι. [ΕΤΥΜΟΛ. < Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cherry < λατ. cerasus < κέρασος] …   Dictionary of Greek

  • βότκα — Δυνατό οινοπνευματώδες ποτό, με μείγμα αποσταγμένης αιθυλικής αλκοόλης με νερό. Παρασκευάστηκε για πρώτη φορά στη Ρωσία στα τέλη του 14ου αι., υπάρχει όμως και η άποψη ότι πρωτοκατασκευάστηκε στην Πολωνία. Παράγεται από σίκαλη, σιτάρι και κριθάρι …   Dictionary of Greek

  • ζυθοζύμη — η η καλλιέργεια σακχαρομύκητα που χρησιμοποιείται στην παρασκευή ζύθου, αλλά και ψωμιού, κρασιού, αλκοόλης, απεσταγμένου λικέρ κ.ά., επίσης ως πηγή βιταμινών τής ομάδας Β, κν. μαγιά τής μπίρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζύθος + ζύμη] …   Dictionary of Greek

  • κουμκουάτ — ή κουμκάτ, το 1. βοτ. κοινή ονομασία μικρών εσπεριδοειδών τού γένους φορτουνέλα 2. είδος κερκυραϊκού λικέρ που παρασκευάζεται από το είδος φορτουνέλας που καλλιεργείται στην Κέρκυρα κ.α. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ξεν. προελεύσεως, πρβλ. αγγλ. kumquat (<… …   Dictionary of Greek

  • ροσόλι — το, Ν ηδύποτο, λικέρ αρωματισμένο με απόσταγμα ρόδου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. rosolio, πιθ. < μσν. λατ. ros solis «δροσιά τού ήλιου, σκιά»] …   Dictionary of Greek

  • σόρβο — Φυτό της υποοικογένειας των πομοειδών ή μηλοειδών της οικογένειας των Ροδιδών, που φτάνει σε ύψος 10 15 μ. Λέγεται και σόρβος ή σουρβιά. Οι καρποί του τρώγονται. Προέρχεται από την Ασία, απ’ όπου μεταφέρθηκε στην Ευρώπη και σήμερα το συναντούμε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»